Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φόβῳ δ

  • 1 φοβώ

    φοβέω
    put to flight: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    φοβέω
    put to flight: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > φοβώ

  • 2 φοβῶ

    φοβέω
    put to flight: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    φοβέω
    put to flight: pres ind act 1st sg (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > φοβῶ

  • 3 Φόβω

    Φόβος
    panic flight: masc nom /voc /acc dual
    Φόβος
    panic flight: masc gen sg (doric aeolic)
    ——————
    Φόβος
    panic flight: masc dat sg

    Morphologia Graeca > Φόβω

  • 4 Φόβῳ

    Βλ. λ. Φόβω

    Morphologia Graeca > Φόβῳ

  • 5 φόβω

    φόβος
    panic flight: masc nom /voc /acc dual
    φόβος
    panic flight: masc gen sg (doric aeolic)
    ——————
    φόβος
    panic flight: masc dat sg

    Morphologia Graeca > φόβω

  • 6 φόβῳ

    Βλ. λ. φόβω

    Morphologia Graeca > φόβῳ

  • 7 Φόβωι

    Φόβῳ, Φόβος
    panic flight: masc dat sg

    Morphologia Graeca > Φόβωι

  • 8 φόβωι

    φόβῳ, φόβος
    panic flight: masc dat sg

    Morphologia Graeca > φόβωι

  • 9 φόβος

    φόβος, , ([etym.] φέβομαι)
    A panic flight, the usual sense in Hom., cf. Sch. Il.11.71 (but cf.

    φύζα, φόβου κρυόεντος ἑταίρη Il.9.2

    ); once in Od.,

    οἱ δ' ἔσχοντο φόβου 24.57

    ; freq. in Il.,

    Δαναῶν γένετο ἰαχή τε φ. τε 15.396

    ;

    πρῶτος Πηνέλεως.. ἦρχε φόβοιο 17.597

    ;

    ἐς φόβον ἀνδρῶν 15.310

    ; φόβονδε = φύγαδε, ἑστάμεναι κρατερῶς, μηδὲ τρωπᾶσθε φόβονδε ib. 666;

    φόβονδ' ἔχε μώνυχας ἵππους 8.139

    ; μή τι φόβονδ' ἀγόρευε counsel not to flight, 5.252;

    ἀΐξαντα φόβονδε 17.579

    ;

    ὦρσαν φόβον Δαναοῖς B.12.145

    .
    2 Φόβος personified, as son of Ares, Il.13.299;

    Δεῖμός τε Φ. τε 11.37

    , cf. 4.440, 15.119, Hes.Th. 934, A.Th.45; worshipped at Selinus, IG14.268.2.
    II panic fear,

    [στρατῷ] φ. ἐμβάλλειν Hdt.7.10

    .

    έ; ἐν τῷ γινομένῳ φ. Id.9.69

    ; generally, fear, terror (distd. from δέος (q.v.)),

    τορὸς ὀρθόθριξ φ. A.Ch.32

    (lyr.);

    διάτορος φ. Id.Pr. 183

    (lyr.);

    ταρβόσυνος Id.Th. 240

    (lyr.);

    νεανικός E.Hipp. 1204

    ; joined with δέος and δεῖμα, v. sub vocc.; opp. θάρρος, Pl.Lg. 644c; sts. in milder sense, doubt, scruple, Pl.Phd. 101b; ἔχει πολλὴν ὑποψίαν καὶ φ. ὡς .. Id.Sph. 268a: also, awe, reverence, for a ruler or divine being,

    τοῦ ἡγεμόνος POxy.1642.17

    (iii A.D.);

    θεοῦ LXX Ps.35(36).1

    , PLond.2.418.4 (iv A.D.):

    τοῦκυρίου Act.Ap. 931

    .—Construction, a. c. gen. obj., fear or dread of.., A.Pers. 116 (lyr.), Th.3.54, etc.;

    φ. τοῦ στρατεῦσαι X.An.3.1.18

    : c. dupl.gen.,

    ὀμμάτων εἰληφότας φόβον.. τῆς ἐμῆς ἐπεισόδου S.OC 730

    : with Preps.,

    φ. ἀπό τινος X.An.7.2.37

    codd.;

    ὁ ἀπὸ τῶν πολεμίων φ. Id.Cyr.3.3.53

    ;

    οὑξ ὀνειράτων φ. A.Ch. 929

    ;

    πρός τινος S.El. 783

    ;

    πρός τινας D.16.10

    , 25.93; φ. περὶ τοῦ καρποῦ fear for or concerning.., Th.4.88;

    φ. ἑκάστων πέρι Pl.Phlb. 20b

    ;

    ὑπὲρ τοῦ μέλλοντος Th.7.41

    ;

    τὸν ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρους φ. X.An.1.2.18

    ; τῷ καθ' ἑαντὸν φ. from personal fear, D.19.2: c. inf., φόβῳ εἰσορᾶν from fear to see, E.IT 1342:—for τεθνάναι τῷ φόβῳ τινά, v. θνῄσκω 1.2.
    b with Verbs,

    τεύχειν φόβον A.Pr. 1090

    (anap.);

    κλάζουσι κώδωνες φ. Id.Th. 386

    ;

    φ. ποιεῖν τοῖς ἵπποις X.An. 1.8.18

    ;

    παρασχεῖν E.Hec. 1113

    , etc.;

    παρασκευάζειν D.59.86

    ; φόβους ἐμβάλλειν, φόβον ἐνθεῖναί τινι, to strike terror into one, X.Cyr.8.7.18, An.7.4.1;

    ἐνεργάσασθαί τινι Isoc.7.38

    , 11.25;

    ἔδωκ' Ἀπόλλων θῆρας φόβῳ Pi.P.5.61

    ; of the person who feels fear, φόβον λαβεῖν, ἔχειν, E.El.39, X.Hier.11.11;

    ἐκ φόβου φ. τρέφω S.Tr.28

    : acc. cogn., φόβους φοβεῖσθαι, δεδοικέναι, Pl.Prt. 360b, E.Supp. 548; τὸν σὸν οὐ ταρβῶ φ. I fear not with thy fear, i.e. not like thee, S.Ph. 1251; Ταντάλου φ. φοβεῖσθαι Sch.E.Or.6;

    ἐς φ. κατιστέατο Hdt.8.12

    , cf. Th.2.81;

    ἐν φ. γενέσθαι Pl.R. 578e

    ;

    φ. μ' ἔχει A.Ag. 1243

    , cf. E.Or. 1255; μοι φ. τις εἰσελήλυθ', μ' ὑπῆλθέ τις φ., ib. 1324, S.Ph. 1231;

    τοῖς Ἕλλησι φ. ἐμπίπτει X.An.2.2.19

    , etc.; διὰ φόβου ἔρχομαι, διὰ φόβων γίγνομαι, E.Or. 757 (troch.), Pl.Lg. 791b: opp.

    φόβον λύειν A.Th. 270

    , E.Or. 104;

    διαλῦσαι Pl.Mx. 241b

    ;

    φόβους ἐξαίρει τῶν πολιτῶν Isoc. 2.23

    ;

    ἀπεληλακέναι τινί X.Cyr.4.2.10

    ; φόβου ἀπαλλάξεσθαι to get rid of it, ib.5.2.32;

    φόβου ἐκλύσασθαί τινα S.OT 1002

    ;

    φόβους ἀπολύεσθαι Arist.Rh. 1415b18

    ; φόβου μεθεῖσα (Valck. φόβον) E.Hel. 555;

    φόβου ἔξωθεν εἶναι Id.El. 901

    ;

    ἵνα φόβος εἴη στρατεύειν X.An.2.4.3

    ; οὐ φ. μὴ .. Id.Mem.2.1.25; φ. ἐστὶν ὅπως μὴ .. Pl.Smp. 193a; but φόβος εἰ πείσω I fear I shall not persuade.., E.Med. 184 (anap.); ἡμέας ἔχειφ. τε καὶ δέος ὅκως χρὴ .. Hdt.4.115 ( φόβος ἦν ὥστε μὴ τέγξαι is corrupt in E.IT 1380): adverbial usages, φόβῳ by or through fear, A.Supp. 786 (lyr.), Th. 240 (lyr.), etc.;

    ἀνάγκῃ καὶ φ. Pl.R. 554d

    : with Preps., διὰ φόβον, διὰ τὸν φ., Democr.41, X.Hier.1.38, Cyr.3.1.24;

    ἐκ τίνος φόβου; S.OC 887

    ;

    μετὰ φόβων Isoc.2.26

    ;

    ἄρχειν ξὺν φόβοισι S.OT 585

    ;

    προαποθνῄσκειν ὑπὸ τοῦ φ. X.Cyr.3.1.25

    ; Poet.,

    ἀμφὶ φόβῳ E.Or. 825

    (lyr.): pl., not only in Poets, as Pi.N.9.27, A.Th. 134 (prob. l.), S.Aj. 531, etc., but also in Prose,

    φόβους καὶ δείματα Th.7.80

    ;

    πόνους καὶ φ. Pl. Lg. 635c

    ;

    κινδύνους καὶ φ. Id.Tht. 173a

    .
    2 object or cause of terror, S.OC 1652; φόβος ἀκοῦσαι a terror to hear, Hdt.6.112: pl.,

    ἢν φόβους λέγῃ S.OT 917

    ;

    πολλῶν φ. προσαγομένων X.An.4.1.23

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φόβος

  • 10 φόβος

    1 fear

    ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ P. 5.61

    φόβῳ δ' οὐ κεχείμανται φρένεςP. 9.32

    οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39

    ] νόρουσε περὶ φόβῳ (sc. Ἀλκμήνα) Pae. 20.15 pl., panics

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    Lexicon to Pindar > φόβος

  • 11 προσάγω

    προσάγω 2 aor. προσήγαγον, impv. προσάγαγε, inf. προσαγαγεῖν; pf. 3 pl. προσαγειόχασιν Lev 10:19. Pass.: impf. προσηγόμην; 1 fut. 3 sg. προσαχθήσεται Lev 14:2; 1 aor. προσήχθην (Hom.+; ins, pap, LXX, EpArist, Philo, Joseph., Test12Patr, apolog.).
    trans. bring into someone’s presence, bring (forward)
    lit. τινά someone Ac 12:6 v.l.; B 13:5a. Pass. MPol 9:1f. προσάγαγε ὧδε τὸν υἱόν Lk 9:41. W. acc. to be supplied Ἰωσὴφ προσήγαγεν (αὐτόν) εἰς … B 13:5b (πρ. τινὰ εἴς τι Herodian 1, 5, 1). τινά τινι bring someone to someone Ac 16:20; B 13:4 (Gen 48:9); pass. Mt 18:24 v.l.
    fig.
    α. of Christ, who brings people to God (X., Cyr. 1, 3, 8 of admission to an audience with the Great King) ἵνα ὑμᾶς προσαγάγῃ τῷ θεῷ 1 Pt 3:18 (Just., D. 2, 1 al.; Jos., Ant. 14, 272 the mid. conveys the sense ‘negotiate peace’, ‘reconcile’).
    β. as a t.t. of sacrificial procedure (Hdt. 3, 24 et al.; LXX; EpArist 45 π. θυσίας) bring, present, of Isaac προσήγετο θυσία 1 Cl 31:3. προσάξω αὐτὸ δῶρον κυρίῳ I will present it (the child, Mary) to the Lord as a gift GJs 4:1. τὴν θρησκείαν πρ. αὐτῷ (=τῷ θεῷ) offer (cultic) worship to God Dg 3:2 (cp. Tob 12:12; Ath. 13, 2). Abs. ὀφείλομεν πλουσιώτερον καὶ ὑψηλότερον προσάγειν τῷ φόβῳ αὐτοῦ we ought to sacrifice all the more bountifully and richly out of fear of (God) B 1:7; but s. 2b.
    intr. to move toward a reference point, come near, approach (Theocr. et al.; Plut., Mor. 800a, Pomp. 643 [46, 1]; SIG 1042, 3; PTebt 47, 15; Josh 3:9; 1 Km 9:18; 3 Km 18:30ab; Sir 12:13; 2 Macc 6:19; EpArist 59; Jos., Ant. 6, 52.—Anz 335).
    lit. ὑπενόουν προσάγειν τινὰ αὐτοῖς χώραν they suspected that land was near (lit. ‘approaching them’) Ac 27:27 (vv.ll. προσανέχειν, προσεγγίζειν, προσαχεῖν).
    fig., of pers. approaching God B 2:9. προσάγειν τῷ φόβῳ αὐτοῦ (= τοῦ θεοῦ) approach (the fear of) God 1:7, unless πρ. here means bring an offering (so Lghtf. et al.; s. 1bβ).—M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > προσάγω

  • 12 συνέχω

    συνέχω fut. συνέξω; 2 aor. συνέσχον. Pass. impf. συνειχόμην; fut. 3 pl. συσχεθήσονται Job 36:8; En 21:10; aor. συνεσχέθην LXX, AcPl Ha (Hom.+).
    to hold together as a unit, hold together, sustain τὶ someth. (Ael. Aristid. 43, 16 K.=1 p. 6 D.: τὰ πάντα ς.; PTebt 410, 11. Cp. IG XIV, 1018 to Attis συνέχοντι τὸ πᾶν [s. CWeyman, BZ 14, 1917, 17f]; PGM 13, 843. Other exx. in Cumont3 230, 57; Wsd 1:7; Aristobulus in Eus., PE 13, 12, 12 [=Holladay p. 184, 78; s. p. 229 n. 139 for add. reff. and lit.]; Philo; Jos., C. Ap.2, 208) συνέχει αὐτὴ (i.e. ἡ ψυχή) τὸ σῶμα Dg 6:7. Pass. 1 Cl 20:5.
    to close by holding together, stop, shut (στόμα Ps 68:16; Is 52:15; PsSol 17:19 πηγαὶ συνεσχέθησαν. The heavens, so that there is no rain Dt 11:17; 3 Km 8:35) συνέσχον τὰ ὦτα αὐτῶν i.e. they refused to listen Ac 7:57.
    to press in and around so as to leave little room for movement, press hard, crowd τινά someone Lk 8:45. Of a city (2 Macc 9:2) οἱ ἐχθροί σου συνέξουσίν σε πάντοθεν 19:43.
    to hold in custody, guard (Lucian, Tox. 39; PMagd 42, 7; PLille 7, 15 [III B.C.]) Lk 22:63.
    to cause distress by force of circumstances, seize, attack, distress, torment τινά someone τὰ συνέχοντά με that which distresses me IRo 6:3. Mostly pass. (Aeschyl., Hdt. et al.) be tormented by, afflicted w., distressed by τινί someth., of sickness (Pla. et al.; ApcMos 5; Tat. 2, 1; 3; SIG 1169, 50 ἀγρυπνίαις συνεχόμενος; POxy 896, 34 πυραιτίοις συνεχόμενος) νόσοις καὶ βασάνοις Mt 4:24; πυρετῷ (Hippiatr. I 6, 23; Jos., Ant. 13, 398; s. also πυρετός) Lk 4:38; πυρετοῖς καὶ δυσεντερίῳ Ac 28:8. Of unpleasant emotional states (Diod S 29, 25 λύπῃ; TestAbr A 16, p. 96, 21 [Stone p. 40] δειλίᾳ πολλῇ; Aelian, VH 14, 22 ὀδυρμῷ; Ps.-Plut., De Fluv. 2, 1; 7, 5; 17, 3; 19, 1) φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο they were overcome by great fear Lk 8:37 (cp. Job 3:24). φόβῳ μεγάλῳ συσχεθεῖσα AcPl Ha 3, 34; cp. 11, 16.—Without the dat. (Leontios 16 p. 33, 13 συνεχόμενος=tormented) πῶς συνέχομαι how great is my distress, what vexation I must endure Lk 12:50. The apostle, torn betw. conflicting emotions, says συνέχομαι ἐκ τῶν δύο I am hard pressed (to choose) between the two Phil 1:23.
    to occupy someone’s attention intensely, συνέχομαί τινι I am occupied with or absorbed in someth. (Herodian 1, 17, 9 ἡδοναῖς; Diog. L. 7, 185 γέλωτι; Wsd 17:19) συνείχετο τῷ λόγῳ (Paul) was wholly absorbed in preaching Ac 18:5 (EHenschel, Theologia Viatorum 2, ’50, 213–15; cp. Arrian, Anab. 7, 21, 5 ἐν τῷδε τῷ πόνῳ ξυνείχοντο=they were intensively engaged in this difficult task) in contrast to the activity cited in vs. 3. Closely related is the sense
    to provide impulse for some activity, urge on, impel, τινά someone ἡ ἀγάπη συνέχει ἡμᾶς 2 Cor 5:14 (so Bachmann, Belser, Sickenberger, Lietzmann, Windisch, OHoltzmann, 20th Cent.; NRSV). Pass. συνείχετο τῷ πνεύματι ὁ Παῦλος Ac 18:5 v.l.
    to hold within bounds so as to manage or guide, direct, control. Many, including RSV and REB, offer this interp. for 2 Cor 5:14 (s. 7 above. Heinrici leaves the choice open betw. 7 and 8. GHendry, ET 59, ’47/48, 82 proposes ‘include, embrace.’).—M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > συνέχω

  • 13 φόβος

    φόβος, ου, ὁ (s. three prec. entries; Hom.+. In Hom. ‘panic flight’; then in various senses).
    intimidating entity, the act. causative sense
    intimidation (Appian, Bell. Civ. 3, 27 §104 ἐς φ. τῆς βουλῆς=to intimidate the Senate) so prob. τὸν φόβον αὐτῶν μὴ φοβηθῆτε do not be intimidated by their intimidation (cp. REB et al.) 1 Pt 3:14 (Is 8:12; s. φοβέω 1bγ and cp. 2aα below).
    concretely, someth. terrible/awe-inspiring, a terror (Soph., Philoct. 1251; Polyb. 11, 30, 2; Appian, Bell. Civ. 2, 135 §565; SIG 442, 10 [III B.C.] οὐδένα οὔτε φόβον οὔτε κίνδυνον ὑποστελλόμενοι; Just., A II, 5, 4 διὰ φόβων καὶ τιμωριῶν ὧν ἐπέφερον) οἱ ἄρχοντες οὐκ εἰσὶν φόβος Ro 13:3. So perh. also εἰδότες οὖν τὸν φόβον τοῦ κυρίου since we know what it is that causes fear of the Lord 2 Cor 5:11 (i.e. the judgment to come, vs. 10; so Goodsp., REB et al.; ambiguously NRSV; s. also Field, Notes 183f); s. 2bα below.
    the product of an intimidating/alarming force, the pass. sense
    fear, alarm, fright
    α. gener. 2 Cor 7:11; 1 Pt 1:17 (mng. fear of the coming judge, unless ἐν φ. here means reverently, as ESelwyn, 1 Pt ’46, 143); Jd 23 (mng. the fear of defiling oneself); Dg 7:3. W. τρόμος (q.v.) 1 Cor 2:3; 2 Cor 7:15; 1 Cl 12:5. Pl. fears, apprehensions, feelings of anxiety (as early as Thu. et al.; Diod S 16, 3, 1; 16, 42, 9 Ptolemy, Apotel. 2, 9, 5; Appian, Bell. Civ. 1, 16 §67; 3, 89 §368; SIG 326, 21 [307/306 B.C.]; Job 20:25; Wsd 18:17; Jos., Ant. 10, 24; 15, 44) ἔξωθεν μάχαι ἔσωθεν φόβοι 2 Cor 7:5. παράγειν φόβους ἀνθρωπίνους bring in fears of humans 2 Cl 10:3.—W. obj. gen. of pers. (Diod S 10, 19, 6 ὁ τῶν Περσῶν φόβος), or of thing (Jos., C. Ap. 1, 259; Ath. 1, 1 φόβῳ δίκης; Did., Gen. 171, 14) causing fear ὁ φόβος τῶν Ἰουδαίων the fear of the Judeans J 7:13; 19:38; 20:19. φόβος θανάτου fear of death (Epict. 2, 1, 14; 2, 18, 30 et al.; TestAbr B 14 p. 118, 24 [Stone p. 84]; Philo, Omn. Prob. Lib. 111; Ath., R. 22 p. 75, 17; Orig., C. Cels. 1, 61, 37) Hb 2:15. τοῦ βασανισμοῦ Rv 18:10, 15. νόμου Dg 11:6.—ἀπὸ (τοῦ) φόβου (τινός) because of, out of fear (of someone) Mt 14:26; 28:4; Lk 21:26; Hm 11:14. Also διὰ τ. φόβον Ac 26:14 v.l. (Hyperid. 5, 5 διὰ τὸν φ.; Arrian, Anab. 5, 15, 6 διὰ τὸν φ.; Artem. 1, 1 p. 3, 23 διὰ φόβον; TestAbr B 14 p. 118, 24 [Stone p. 84]; Philo, Mos. 1, 164 διὰ φόβον τινός; Jos., Vi. 354 διὰ τὸν φόβον; Just., A II, 9, 1 διὰ φόβον). μετὰ φόβου with or in fear (Aeneas Tact. 1257; TestAbr A 16 p. 96, 22 [Stone p. 40]; GrBar 13:1) of the feeling that accompanies an action Mt 28:8; Dg 12:6; AcPl Ha 11, 12.—As subject (En 100:8): φόβος πίπτει ἐπί τινα fear comes upon someone Ac 19:17 v.l.; Rv 11:11 v.l. ἐπιπίπτει ἐπί τινα Lk 1:12; Ac 19:17; Rv 11:11. ἐστὶν ἐπί τινα Ac 2:43b v.l. γίνεται ἐπί τινα Lk 1:65; Ac 5:5, 11 or γίνεταί τινι Ac 2:43a. λαμβάνει τινά (Jos., Vi. 148) Lk 7:16; Hv 5:4. πλησθῆναι φόβου Lk 5:26. φόβῳ συνέχεσθαι 8:37; AcPl Ha 3, 33; 11, 16. φόβον ἔχειν 1 Ti 5:20; Hm 7:2c; 12, 4, 7a; Hs 1:10. φοβεῖσθαι φόβον (μέγαν) Mk 4:41; Lk 2:9; cp. τὸν φόβον αὐτῶν μὴ φοβηθῆτε do not fear what they fear (NRSV; sim. et al.) 1 Pt 3:14 (but s. 1 above); Hm 7:1 (φοβέω 1a).
    β. specif. of slavish fear (Diog. Cyn. in Diog. L. 6, 75 δούλου τὸ φοβεῖσθαι), which is not to characterize a Christian’s relation to God οὐκ ἐλάβετε πνεῦμα δουλείας εἰς φόβον you have not received a spirit of slavery, to cause you to fear Ro 8:15. Cp. 1J 4:18abc (opp. ἀγάπη; cp. κόλασις 2, end).
    reverence, respect
    α. toward God (Polyaenus 1, 16, 1; LXX; PsSol 6:5 al.; EpArist 159 ὁ περὶ θεοῦ φόβος; 189; cp. φόβος τὰ θεῖα τοῖσι σώφροσιν βροτῶν TGF, Adesp. no. 356 p. 906) and Christ, w. τρόμος Phil 2:12 (s. τρόμος). W. ἀλήθεια 1 Cl 19:1; Pol 2:1. W. ἀγάπη 1 Cl 51:2. W. εὐλάβεια Pol 6:3. W. πίστις, εἰρήνη and other good things and virtues 1 Cl 64. W. ὑπομονή B 2:2. W. ἐλπὶς: εἰς τὸν Ἰησοῦν 11:11. W. πίστις and ἐγκράτεια Hm 6, 1, 1. W. objective gen. φόβος (τοῦ) θεοῦ (PLond 1914, 12 φόβον θεοῦ ἔχοντες ἐν τῇ καρδίᾳ; Philo, Spec. Leg. 4, 199; TestLevi 13:7; TestNapht 2:9; Theoph. Ant. 1, 7 [p. 72, 26]) Ro 3:18 (Ps 35:2); 2 Cor 7:1 (ἀγάπη P46); 1 Cl 3:4; 21:6; cp. 8; B 4:11; 19:5; 20:2; Pol 4:2; Hm 10, 1, 6a; 12, 2, 4bc; D 4:9. φόβος (τοῦ) κυρίου (TestReub 4:1; TestSim 3:4) Ac 9:31; 1 Cl 22:1 (Ps 33:12); 57:5 (Pr 1:29); B 11:5 (Is 33:18 v.l.); Hm 7:4b; 8:9; 10, 1, 6b; 12, 2, 4a; 12, 3, 1. Some place here 2 Cor 5:11 (s. 1b above). φόβος Χριστοῦ Eph 5:21.—For 1 Pt 1:17 s. 2aα beg.
    β. toward humans, respect that is due officials (cp. Byzantinische Papyri [Munich], ed. AHeisenberg/LWenger, 1914, no. 2, ln. 13 p. 43: ἔχοντες τὸν φόβον … τῆς ὑμετέρας ἐνδόξου ὑπεροχῆς=having respect for your esteemed authority) Ro 13:7ab (CCranfield, NTS 6, ’60, 241–49: the ref. may be to God); fr. slave to master 1 Pt 2:18; Eph 6:5 (w. τρόμος); B 19:7=D 4:11 (w. αἰσχύνη); wife to husband 1 Pt 3:2 (cp. SEG XXXV, 1427, 5 [III A.D.]). Gener. 3:16 (w. πραΰτης).—WLütgert, Die Furcht Gottes: MKähler Festschr. 1905, SBerkelbach v.der Sprenkel, Vrees en Religie 1920, 165ff; RSander, Furcht u. Liebe im palästin. Judentum ’35.—B. 1153. DELG s.v. φέβομαι I. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > φόβος

  • 14 αἰνός

    1 awful, dreadful

    ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται P. 1.15

    αἰνῷ φόβῳ P. 5.61

    αἰνὰν ὕβριν P. 11.55

    Lexicon to Pindar > αἰνός

  • 15 ἀνορούω

    1 leap up, start up

    πατέρος Ἀθαναία κορυφὰν κατ' ἄκραν ἀνορούσαισ ἀλάλαξεν O. 7.37

    [ ἀνόρουσε v. l.

    ἐσόρουσε O. 8.40

    ]ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων[ ]οθ[.]νόρουσε περὶ φόβῳ ( αὐτόθ' ἀνόρουσε coni. Snell) Pae. 20.15

    Lexicon to Pindar > ἀνορούω

  • 16 δέ

    δέ (the following combinations are to be found elsewhere: μέν δέ v. μέν. τε δέ v. τε δὲ δή v. δή. δ' ὦν v. ὦν. δέ τοι v. τοι. δὲ καί v. also καί. δαὖτε v. also αὖτε. δαὖ v. αὖ. δἄρα v. ἄρα. Since δέ is normallv used in a purely connective capacity, a decision between progressive and adversative δέ must often be arbitrary.)
    1 adversative.
    a opposing one sentence to what precedes (*, = following negative sentence)

    ἰδοῖσα δ O. 2.41

    λείφθη δὲ O. 2.43

    μαθόντες δὲ O. 2.87

    κρύψε δὲ O. 6.31

    μαντεύσατο δ O. 7.32

    ἔστι δὲ O. 8.77

    φέροις δὲ O. 9.41

    ἕπεται δ O. 13.47

    ἐξίει δ *P. 1.91

    χρὴ δὲ P. 2.34

    , P. 2.88

    φέρειν δ P. 2.93

    ἁδόντα δ P. 2.96

    πεύθομαι δP. 4.38

    κλέπτων δὲ P. 4.96

    ἐσσὶ δ P. 4.269

    φαντὶ δ P. 4.287

    λῦσε δὲ P. 4.291

    εἰμὶ δ P. 8.29

    ἔλπομαι δ P. 11.55

    πειρῶντι δὲ P. 10.67

    ἐλᾷ δὲ N. 3.74

    ἔστι δ N. 3.80

    διείργει δὲ N. 6.2

    εἴργει δὲ *N. 7.6

    τυχεῖν δ N. 7.55

    χρὴ δ' Pae. 2.56

    θνᾴσκει δὲ fr. 121. 4. πέφνε δὲ fr. 135.

    Χάρις δ O. 1.30

    ἁμέραι δ O. 1.33

    αἰὼν δ (v. l. τ) O. 2.10

    λάθα δὲ O. 2.18

    πένθος δὲ O. 2.23

    ῥοαὶ δ *O. 2.33 πολλοὶ δὲ *O. 6.11

    τεθμὸς δὲ O. 8.25

    Ἑρμᾶ δὲ O. 8.91

    νεῖκος δὲ O. 10.39

    ἀστῶν δ P. 1.84

    ἀμφοτέροισι δ P. 1.99

    ἑτέροισι δὲ P. 2.52

    στάθμας δὲ *P. 2.90

    αἰὼν δ P. 3.86

    παυροῖς δὲ P. 3.115

    Μοῖραι δ P. 4.145

    πόνων δ *P. 5.54 φάει δὲ *P. 6.14

    βία δὲ P. 8.15

    δαίμων δὲ P. 8.76

    βαιὰ δ P. 9.77

    πατὴρ δὲ P. 9.11

    ναυσὶ δ P. 10.29

    φθονεροὶ δ P. 11.54

    φθονερὰ δ N. 4.39

    ἄλλοισι δ N. 4.91

    τιμὰ δὲ N. 7.31

    ἐλπίδες δ N. 11.22

    κερδέων δὲ N. 11.47

    πάντα δ I. 1.60

    αἰὼν δὲ I. 3.17

    δαίμων δ I. 7.43

    ματρὸς δὲ Pae. 2.29

    κέντρον δὲ fr. 180. 3.

    ἴσαις δὲ O. 2.61

    ὑγίεντα δεἴ τις O. 5.23

    ἀκίνδυνοι δ O. 6.9

    ἄλλα δ O. 8.12

    τερπνὸν δ O. 8.53

    ἄγνωμον δὲ O. 8.60

    κεῖνα δὲ O. 8.62

    εὐανθέα δ P. 2.62

    ἀδύνατα δ P. 2.81

    σὸν δἄνθοςP. 4.158

    πότνια δ P. 4.213

    εὐδαίμων δὲ P. 10.22

    μυριᾶν δ *N. 3.42

    ἑκόντι δ N. 6.57

    πὰν δὲ N. 10.29

    ἀρχαῖαι δ N. 11.37

    Πανελλάνεσσι δ *I. 4.29

    ἰατὰ δ I. 8.15

    ματαίων δὲ Pae. 4.34

    ἐμπείρων δὲ fr. 110. σφετέραν δαἰνεῖ fr. 215. 3.

    ὡς δ O. 1.46

    εἰ δὲ O. 1.64

    , O. 1.108

    ὅσοι δ O. 2.68

    εἰ δ O. 3.42

    ὅσσα δὲ P. 1.13

    εἰ δὲ P. 3.63

    , P. 3.80, P. 3.103, P. 9.50 ὅσαις δὲ *P. 10.28

    τῶν δ P. 10.61

    εἰ δὲ P. 12.28

    , N. 3.19

    ὃς δὲ N. 3.41

    εἰ δ N. 5.19

    , N. 5.50

    ὃς δ I. 1.50

    εἰ δέ τις I. 1.67

    ἐμοὶ δ O. 1.52

    τὶν δ O. 10.93

    ἐγὼ δὲ O. 10.97

    , O. 13.49

    ἐμὲ δ O. 13.93

    , P. 2.52

    τὶν δὲ P. 3.84

    τὺ δ P. 8.61

    ἐμοὶ δὲ P. 10.48

    ἐγὼ δ N. 1.33

    ἐμοὶ δ N. 4.41

    ἐγὼ δὲ N. 7.20

    ἐγὼ δ N. 8.38

    σεῦ δ *N. 8.46

    ἐγὼ δὲ I. 1.32

    ἄμμι δ I. 1.52

    τὶν δ I. 5.17

    ἐμοὶ δὲ I. 6.56

    ἄμμι δ I. 7.49

    ἐμοὶ δὲ Πα. 7B. 21.

    τοὶ δ O. 6.52

    τὸν δ O. 13.92

    τῶν δP. 4.41

    τὸν δ P. 4.101

    τὸ δ P. 7.18

    ὁ δὲ P. 8.48

    τὸ δὲP. 8.51

    τά δ P. 8.76

    P. 10.63 τὰν δ fr. 107a. 6 ὁ δ fr. 169. 26.

    τὸ δ O. 1.99

    τῶν δ O. 2.15

    τῶν δὲ *O. 12.9

    τὸν δὲ P. 1.95

    ὁ δὲ P. 2.73

    τὰν δ *P. 3.62

    τὸ δ P. 5.72

    , P. 8.32

    ὁ δὲ P. 8.88

    τὸ δὲ N. 6.55

    N. 7.102

    ὁ δ N. 9.24

    τὸ δ N. 11.43

    , I. 5.19

    ὁ δ I. 7.39

    ἐς δ O. 2.85

    σὺν δὲ. O. 6.98

    ἀμφὶ δὲ O. 7.24

    ἐν δὲ O. 7.94

    ποτὶ δ P. 2.84

    ἐν δαὖτε χρόνῳ P. 3.96

    ἐν δ P. 8.92

    σὺν δὲ N. 7.6

    ἐν δ I. 5.53

    ἐς δὲ fr. 133. 5. ἀνὰ δ' ἔλυσεν *N. 10.90

    αἰεὶ δ O. 5.15

    ὅμως δὲ O. 10.9

    νῦν δὲ O. 12.17

    ἄλλοτε δ P. 3.103

    εὐθὺς δ N. 1.54

    νῦν δ I. 1.39

    , I. 4.18 κρυφᾷ δὲ fr. 203. 2.
    b opposing one part of a sentence to the preceding negative part.

    μήτὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δαὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297

    ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ P. 6.49

    καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν N. 10.74

    2 progressive, connective.
    a connecting sentences.

    λάμπει δὲ O. 1.23

    ἔστι δ O. 1.35

    ἔχει δ O. 1.59

    ἕλεν δ O. 1.88

    πέποιθα δὲ O. 1.103

    ἕπεται δὲ O. 2.22

    φιλεῖ δὲ O. 2.26

    φύονται δὲ O. 4.25

    ἵκων δὲ O. 5.9

    ἀρχομένου δ O. 6.3

    ἀντεφθέγξατο δ O. 6.61

    ἵκοντο δ O. 6.64

    τιμῶντες δ O. 6.72

    εἶπον δὲ O. 6.93

    τεῦξαν δ O. 7.48

    μνασθέντι δ O. 7.61

    ἐκέλευσεν δ O. 7.64

    τελεύταθεν δὲ O. 7.68

    κέκληνται δὲ O. 7.76

    ἄνεται δὲ O. 8.8

    ἦν δὲ O. 8.19

    κατακρύπτει δὲ O. 8.79

    θάλλει δ O. 9.16

    ἀείδετο δὲ O. 10.76

    χλιδῶσα δὲ O. 10.84

    τρέφοντι δ O. 10.95

    ἔστι δ O. 11.2

    ἐθέλοντι δ O. 13.9

    δέξαι δὲ (v. l. τε) O. 13.29

    νοῆσαι δὲ O. 13.48

    φώνασε δ O. 13.67

    εὕδει δ P. 1.6

    φαντὶ δὲ P. 1.52

    θέλοντι δὲ P. 1.62

    ἔσχον δ P. 1.65

    ἔμαθε δὲ P. 2.25

    καιομένα δ P. 3.44

    εἶπε δ P. 4.11

    ἔπταξαν δ P. 4.57

    ἧλθε δέ οἱ P. 4.73

    τάφε δ P. 4.95

    δύνασαι δP. 4.158 μεμάντευμαι δP. 4.163

    πέμψε δ P. 4.178

    ἔειπεν δ P. 4.229

    κτίσεν δ P. 5.89

    ἄγοντι δὲ P. 7.13

    αὔξων δὲ *P. 8.38

    ῥαίνων δὲ P. 8.57

    ὑπέδεκτο δ P. 9.9

    γεύεται δ P. 9.35

    ἔστι δ N. 2.10

    ἄρχε δ N. 3.10

    δάμασε δὲ N. 3.23

    ἕπεται δὲ N. 3.29

    λεγόμενον δὲ N. 3.52

    νύμφευσε δ N. 3.56

    φρονεῖν δ N. 3.75

    δέξαιτο δ N. 4.11

    χαίρω δ N. 5.46

    χρὴ δ N. 5.49

    πέταται δ N. 6.48

    ἀναπνέομεν δ N. 7.5

    πέσε δ N. 7.31

    ἐὼν δ N. 7.64

    μαθὼν δὲ N. 7.68

    δύνασαι δὲ N. 7.96

    ἔβλαστεν δ N. 8.7

    αὔξεται δ N. 8.40

    χαίρω δὲ N. 8.48

    ἔστι δ N. 9.6

    ἔστι δὲ N. 10.20

    ἐκράτησε δὲ N. 10.25

    ἕπεται δὲ N. 10.37

    μεταμειβόμενοι δ N. 10.55

    λάμπει δὲ I. 1.22

    ἔστιν δ I. 4.31

    κρίνεται δ I. 5.11

    κλέονται δ I. 5.27

    τετείχισται δὲ I. 5.44

    φέρε δεὔμαλλον μίτραν I. 5.62

    φλέγεται δὲ I. 7.23

    ἔτλαν δὲ I. 7.37

    παυσάμενοι δ *I. 8.7

    χρὴ δὲ I. 8.15

    εἶπε δ I. 8.31

    ἰόντων δ I. 8.41

    ἔραται δέ Pae. 6.58

    ἐπεύχομαι δ' Πα. 7B. 15. πεφόρητο δ' Πα. 7B. 49.

    ἐνέθηκε δὲ Pae. 8.82

    ἔειπε δὲ[ Πα. 8A. 23.

    κατακρίθης δὲ Pae. 16.5

    λέγοντι δὲ Δ. 1. 1. τρέχετο δὲ fr. 74. εὕδει δὲ fr. 131b. 3. μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δἐγώ fr. 150. λαβὼν δ fr. 169. 20. λάμπει δὲ fr. 227. 2. κόρῳ δ *O. 1.56

    ἄνθεμα δὲ O. 2.72

    Μοῖσα δ O. 3.4

    ξείνων δ O. 4.4

    χεῖρες δὲ O. 4.25

    βασιλεὺς δ O. 6.47

    Οὐρανὸς δ O. 7.38

    Ὀρσοτρίαινα δ O. 8.48

    πατρὶ δὲ O. 8.70

    λαοὶ δ O. 9.46

    κείνων δ (δ del. Schr.) O. 9.53

    τόλμα δὲ O. 9.82

    φῶτας δ O. 9.91

    μία δ O. 9.106

    ἀρχαῖς δὲ O. 10.78

    πολλὰ δ O. 12.10

    πατρὸς δὲ O. 13.35

    κῆλα δὲ P. 1.12

    κίων δ P. 1.19

    στρωμνὰ δὲ P. 1.28

    ἄνδρα δ P. 1.42

    χάρμα δ P. 1.59

    ἄλλοις δέ P. 2.13

    θεῶν δ P. 2.21

    εὐναὶ δὲ P. 2.35

    βουλαὶ δὲ P. 2.65

    ψευδέων δ P. 3.29

    δαίμων δ P. 3.34

    βάματι δ P. 3.43

    Διὸς δ P. 3.95

    ἐσθὰς δ P. 4.79

    φὴρ δέ P. 4.119

    δράκοντος δὲ P. 4.244

    πολλοῖσι δ P. 4.248

    θεράπων δέ οἱ P. 4.287

    σοφοὶ δέ τοι P. 5.12

    νόῳ δὲ P. 6.47

    Μεγάροις δ P. 8.78

    φόβῳ δP. 9.32

    θαλάμῳ δὲ P. 9.68

    ἀρεταὶ δ P. 9.76

    πατρὸς δ P. 10.2

    ἅρμα δ N. 1.7

    ἀρχαὶ δὲ N. 1.8

    Ἀχάρναι δὲ N. 2.16

    διψῇ δὲ N. 3.6

    Λαομέδοντα δ N. 3.36

    σώματα δ N. 3.47

    βοὰ δὲ N. 3.67

    ῥῆμα δ N. 4.6

    ἴυγγι δ N. 4.35

    Θεανδρίδαισι δ N. 4.73

    ὕμνος δὲ N. 4.83

    πότμος δὲ N. 5.40

    ἔργοις δὲ N. 7.14

    σοφοὶ δὲ N. 7.20

    σοφία δὲ N. 7.23

    φυᾷ δ N. 7.54

    Διὸς δὲ N. 7.80

    βασιλῆα δὲ N. 7.82

    παίδων δὲ παῖδες N. 7.100

    χρεῖαι δ N. 8.42

    ἀρχοὶ δὲ N. 9.14

    Ἰσμηνοῦ δ N. 9.22

    παῦροι δὲ N. 9.37

    ἡσυχία δὲ N. 9.48

    Σικυωνόθε δ N. 10.43

    Κάστορος δ N. 10.49

    παῦροι δN. 10.78

    Ζεὺς δ N. 10.79

    λύρα δὲ N. 11.7

    ἄνδρα δ N. 11.11

    προμαθείας δ N. 11.46

    μελέταν δ I. 5.28

    Λάμπων δὲ I. 6.66

    γλῶσσα δ I. 6.72

    ἐπέων δὲ I. 8.46

    Αἰολίδαν δὲ fr. 5.

    Παιὰν δὲ Πα. 2. 3,, 1. κείνοις δ' Pae. 2.68

    τέρας δ Pae. 4.39

    ἤτορι δὲ Pae. 6.12

    Ἰλίου δὲ Pae. 6.81

    ἀμφιπόλοις δὲ Pae. 6.117

    ὑδάτεσσι δ Pae. 6.134

    γνώμας δ Pae. 14.39

    Ὀλυμ]πόθεν δέ Δ.. 3. πέτραι δ Δ... ἁνδρὸς δ Παρθ. 2. 3. ἀσκὸς δ fr. 104b. 4. πολλὰ δ fr. 111. 2. ὀδμὰ δ' Θρ... πυρὶ δ fr. 168. 3.

    ἑπτὰ δ O. 6.15

    μελίφθογγοι δ O. 6.21

    κυρίῳ δ O. 6.32

    τερπνᾶς δέπεὶ O. 6.57

    ἁδύλογοι δὲ O. 6.96

    ἀγαθαὶ δὲ O. 6.100

    ἐμῶν δ O. 6.105

    τοῦτο δ O. 7.25

    πολλαὶ δ O. 8.13

    ἐσλὰ δ O. 8.84

    ὀξείας δὲ O. 8.85

    πτερόεντα δ O. 9.11

    ἀγαθοὶ δὲ O. 9.28

    ἄλλαι δὲ O. 9.86

    ταύτᾳ δὲ O. 10.51

    ἀφθόνητος δ O. 11.7

    ἄμαχον δὲ O. 13.13

    δύο δ O. 13.32

    κελαινῶπιν δ P. 1.7

    ναυσιφορήτοις δ P. 1.33

    ἀψευδεῖ δὲ P. 1.86

    εὐανθεῖ δ P. 1.89

    πολλὰν δ P. 3.36

    αἴθων δὲ P. 3.58

    εἴκοσι δ P. 4.104

    Κρονίδᾳ δὲP. 4.115 τρίταισιν δP. 4.143 ταχέες δ (δ del. Boeckh) P. 4.179

    χαλκέαις δ P. 4.226

    ὀρθὰς δ P. 4.227

    μεγάλαν δ P. 5.98

    γλυκεῖα δὲ P. 6.82

    νέᾳ δ P. 7.18

    τέτρασι δ P. 8.81

    ὠκεῖα δ P. 9.67

    χρυσοστεφάνου δὲ P. 9.109

    Ἰσμήνιον δ P. 11.6

    κακολόγοι δὲ P. 11.28

    ξυναῖσι δ (om. Tricl.) P. 11.54

    μεγάλων δ N. 1.11

    ἁδυμελεῖ δ N. 2.25

    χαρίεντα δ N. 3.12

    καματωδέων δὲ *N. 3.17

    ποτίφορον δὲ N. 3.31

    συγγενεῖ δέ N. 3.40

    ξανθὸς δ N. 3.43

    κραγέται δὲ N. 3.82

    τυφλὸν δ N. 7.23

    ποτίφορος δ N. 7.63

    ἀγαπατὰ δὲ N. 8.4

    μέγιστον δ N. 8.25

    χρυσέων δ N. 8.27

    κενεᾶν δ N. 8.45

    θεσπεσία δ *N. 9.7

    κρέσσων δὲ N. 9.15

    ἀργυρέαισι δὲ N. 9.51

    ὕπατον δ N. 10.32

    λαιψηροῖς δὲ N. 10.63

    τόνδε δN. 10.80

    ἀπροσίκτων δ N. 11.48

    μυρίαι δ I. 6.22

    ἁδεῖα δ I. 6.50

    ἀμνάμονες δὲ I. 7.17

    θνατᾶς δ fr. 61. 5. σειρῆνα δὲ Παρθ. 2. 13. πιοστὰ δ' Παρθ. 2. 3. ἀκλεὴς δ (om. codd.: supp. Boeckh) fr. 105b. 3.

    εἰ δὲ O. 2.56

    , O. 6.77, O. 8.54

    οἷον δ O. 9.89

    εἰ δὲ O. 11.2

    , O. 13.105, P. 3.110

    ὅσσα δὲ N. 2.17

    εἰ δ N. 4.13

    , N. 7.11, N. 7.86, N. 7.89, I. 1.41, I. 5.22

    τὰ δ N. 4.91

    οἷοι δ I. 9.6

    εἰ δέ τις Pae. 2.31

    οἷσι δὲ (Boeckh: γὰρ ἂν codd.) fr. 133. 1.

    ἐμὲ δὲ O. 1.100

    τὶν δὲ O. 5.7

    ὔμμιν δὲ O. 13.14

    τὺ δὲ P. 2.57

    τὶν δὲ P. 4.275

    σὲ δ P. 5.14

    σεῦ δ N. 1.26

    ἐγὼ δὲ N. 3.11

    τὺ δ N. 5.41

    ἐγὼ δ I. 6.16

    τὺ δέ I. 7.31

    τὶν δὲ Pae. 3.13

    ἐμοὶ δ' Pae. 4.52

    ὁ δ O. 7.10

    τὰ δ O. 13.101

    O. 13.106

    δὲ P. 1.8

    οἱ δ P. 4.133

    τῶν δ P. 4.277

    τὸν δὲ P. 9.38

    ὁ δὲ P.9.107. “ ταὶδP. 9.62

    τὰ δ N. 9.42

    τοὶ δ N. 10.66

    , I. 8.45 ἁ δὲ fr. 130. 6.

    τὸ δὲ O. 1.93

    , O. 2.51

    αἱ δὲ O. 7.30

    τὸ δὲ O. 10.55

    ὁ δὲ P. 1.35

    τὸ δὲ P. 1.99

    τὸν δὲ P. 2.40

    P. 3.108

    ἁ δὲ P. 3.114

    τὸν δὲ P. 4.184

    ὁ δ P. 5.60

    τὸ δ P. 5.85

    ὁ δὲ P. 9.78

    τῶν δ P. 10.19

    αἱ δὲ N. 4.2

    ὁ δὲ N. 7.67

    τὸ δὲ I. 7.47

    τὰ]ν δὲ Pae. 1.9

    ὁ δὲ Pae. 2.66

    τὸ δὲ Pae. 4.32

    ἐν δὲ O. 7.5

    , O. 7.43

    ἄτερ δ O. 9.44

    ἐν δὲ O. 13.22

    , O. 13.40

    σὺν δ P. 1.51

    ἐν δ P. 2.41

    ἐκ δ P. 2.46

    ἐν δὲP. 4.88

    ἐς δ P. 4.188

    σὺν δ P. 4.221

    ἐν δὲ P. 4.291

    σὺν δ P. 9.115

    ἐν δ P. 10.71

    ἐκ δὲ N. 10.44

    ἂν δ fr. 33d. 7, fr. 119. 1. σὺν δ fr. 122. 9. πρὸς δ fr. 123. 6.

    οὕτω δὲ O. 2.35

    ἠυ δὲ O. 5.16

    ἄλλοτε δ O. 7.11

    ἀπάτερθε δ O. 7.74

    μάλα δὲ O. 10.87

    νῦν δ O. 13.104

    οὕτω δ P. 1.56

    εὖ δ P. 1.99

    ἁμᾶ δ P. 3.36

    τάχα δ P. 4.83

    αἶψα δ P. 4.133

    ἀκᾷ δ P. 4.156

    τάχα δὲ P. 4.171

    ἄτερθε δὲ P. 5.96

    οὕτω δὲ P. 8.93

    νῦν δP. 9.55

    οὕτω δ P. 9.117

    ταχὺ δ P. 10.51

    θαμὰ δ N. 1.22

    μάλα δ N. 7.10

    ἅμα δ fr. 74. ἔνθεν δὲ fr. 119. 2. ταχέως δ fr. 169. 24.
    b in enumeration, narration, simm. ὁ δ' ἐμὲ δ κράτει δὲO. 1.73—8. ἔργα δὲ ἦν δὲ δαέντι δὲ καὶ φαντὶ δ', ἁλμυροῖς δ, ἀπεόντος δ —. O. 7.52—8. γλαυκοὶ δὲ, οἱ δύο μὲν, αὖθι δ'. εἷς δ ἔννεπε δO. 8.37—41. ἔχεν δὲ, μάτρωος δὲ. πόλιν δ'. ἀφίκοντο δὲ. υἱὸν δὲO. 9.61—9. τὰ δὲ. σύνδικος δ'. τὸ δὲ. πολλοὶ δὲ. ἄνευ δὲO. 9.94—103. τράπε δὲ. πύκτας δ'. θάξαις δὲ. ἄπονον δ. ἀγῶνα δ, πέφνε δ. λόχμαισι δὲO. 10.15—30. ἀνὰ δ'. παρκείμενον δὲ. ἐνυπνίῳ δ. τελεῖ δὲ. ἀναβαὶς δ. σὺν δὲO. 13.72—87. “δώδεκα δὲ. τουτάκι δ'. φιλίων δ. φάτο δ. γίνωσκε δ. ἂν δ —” P. 4.25—34. ἐσσύμενοι δ'. τῶν δ. πραὺν δP. 4.135—6. ἐπεὶ δ'. ἐκ νεφέων δὲ. λαμπραὶ δ. ἀμπνοὰν δ. κάρυξε δ. εἰρεσία δ. σὺν Νότου δ. φοίνισσα δὲ. ἐς δὲ κίνδυνονP. 4.191—207. πῦρ δὲ. σπασσάμενος δ'. ἴυξεν δ. πρὸς δ. αὐτίκα δ. ἔλπετο δP. 4.233—43. ὁ δ'. Μεσσανίου δὲ. χαμαιπετὲς δ. αὐτοῦ μένων δP. 6.33—8. κέρδος δὲ. βία δὲ. δμᾶθεν δὲ. ἔπεσε. τελέαν δP. 8.13—24. Μοῖσα δ'. παντᾷ δὲ. νόσοι δ. πόνων δὲ. θρασείᾳ δὲ. ἁγεῖτο δP. 10.37—45. ἔσταν δ'. λέλογχε δὲ. τέχναι δ. χρὴ δN. 1.19—25. ταχὺ δὲ. ἐν χερὶ δ'. ἔστα δὲ. παλίγγλωσσον δέ. γείτονα δ. ὁ δέN. 1.51—61. ἐν δ'. Θέτις δὲ. Νεοπτόλεμος δ. Παλίου δὲ. τὰ Δαιδάλου δὲ. ἄλαλκε δὲ. πῦρ δὲ. εἶδεν δN. 4.49—66. πρόφρων δὲ. ἐν δὲ. αἱ δὲ. ψεύσταν δὲ. τὸ δ'. τοῖο δ. εὐθὺς δ. ὁ δN. 5.22—34. ὁ δ' Μολοσσίᾳ δ. ᾤχετο δὲ. βάρυνθεν δὲ. ἐχρῆν δέN. 7.36—44. νεαρὰ δ'. ὄψον δὲ. ἅπτεται δ. χειρόνεσσι δ —. N. 8.20—2. πατρὶ δ — (Heyne: τ codd.) θρέψε δ'. ὁ δN. 10.12—3. Ζεὺς δ'. ἅμα δ. χαλεπὰ δ. ταχέως δN. 10.71—3. Ζεῦ, μεγάλαι δ'. ζώει δὲ. πλαγίαις δὲ. εὐκλέων δ. ἔστι δὲ. τὰ δὲ. ἀνδρῶν δI. 3.4—13. εἷλε δὲ. πέφνεν δὲ, σφετέρας δI. 6.31—3. ἐν δὲ, ἄγγελλε δὲ. νῦν δαὖ Πα. 2.. νέφεσσι δ'. περὶ δ. ἐπεὶ δ Πα... ἔλαμψαν δ. τελέσαι δ. ἐφθέγξαντο δ Πα. 12. 1. ῥίμφα δ. ὁ δὲ. ἐμὲ δN. 2.19—23. τιμαὶ δὲ. παντὶ δ'. ὁ δὲ. φιλέων δ Παρθ. 1.. πολλὰ δ. τέλος δ. αἰὼν δὲ — fr. 111. 2—5. ἐν δ', παρὰ ναῦν δὲ. κάπρῳ δὲ — fr. 234. 2. connecting imperatives. δίδοι φωνάν, ἀνὰ δἱστία τεῖνον, πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίου φθέγξαι ἑλεῖνἀρετάν, προθύροισιν δΑἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.51—4.
    c connecting subordinate clauses.

    ὅτε σύτο, κράτει δὲ προσέμειξε O. 1.22

    φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται, ἐν δὲ θῆκε O. 7.5

    ἁνίκ' ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδε δέ μιν (Hermann: τε codd.) O. 9.31 ἔλπομαι μὴ βαλεῖν ἔξω, μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ' ἀντίους *P. 1.45

    ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν, σέλας δ ἀμφέδραμεν P. 3.39

    ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα P. 3.92

    ὄφρα ἀφέλοιτ' αἰδῶ, ποθεινὰ δ Ἑλλὰς δονέοι P. 4.218

    εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν αἰσχύνοι δὲ P. 4.264

    διαγγέλοισ, ὅτι νίκη ἐκ δὲ Κρόνου Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7

    εἰ δὲ μάρνασαι, πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον N. 10.86

    εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον ἄλλοισι δἐμπίπτων γελᾷ I. 1.68

    ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων, ἕλον δ Ἀμύκλας I. 7.14

    τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δἐν Ὀλύμπῳ χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. ἁνίκ' οἴχονται μέριμναι πελάγει δ ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν fr. 124. 6.
    d connecting parts of sentences.

    ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις O. 2.62

    μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν, τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοὰν O. 8.7

    ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ O. 8.58

    Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88

    πόλλἄνω, τὰ δαὖ κάτω O. 12.6

    οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα (v. 1. τε) O. 13.3

    ἐν Ἀθάναισι τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις, Ἑλλώτια δ ἑπτάκις O. 13.40

    Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες P. 4.172

    κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.282

    βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις, τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23

    θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖνP. 9.65

    ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49

    πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος Νεμέᾳ δὲ τρεῖς N. 6.20

    χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον N. 8.37

    αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς N. 8.39

    μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ I. 4.53

    τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου I. 5.18

    ἄραντο γὰρ νίκας τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61

    εἴπερ τριῶν Ἰσθμοῖ), Νεμλτ;έγτ;αλτ;ι δγτ;ὲ δυ[οῖν (supp. Lobel e Σ.) fr. 6a. h. ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν, πολίων δ' ἑκατὸν πεδεχεῖν Πα. 4. 37, similarly, connecting subordinate infinitives, O. 13.80, N. 7.46, N. 9.31 νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας [] ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θεῷ δὲ δύνατον ὄρσαι φάος, κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι fr. 108b. 3. irregularly coordinating:

    τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ, μῆτιν δ' ἀλώπηξ I. 4.65

    e in anaphora.

    ἴσαις δὲ, ἴσαις δ O. 2.62

    ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδεν δὲ (Hermann: τε codd.) O. 9.32

    πέφνε Κτέατον ἀμύμονα, πέφνε δ' Εὔρυτον O. 10.28

    ἔστιν. ἔστιν δ O. 11.2

    ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος, ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22

    τίς γὰρ ἀρχὰ, τίς δὲ κίνδυνος P. 4.71

    τὺ γὰρ. τὺ δ P. 8.8

    τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξένων P. 9.108

    cf.

    πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ P. 9.123

    —5.

    Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65

    μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα I. 7.32

    χρὴ δ'. χρὴ δ I. 8.15

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Pae. 4.51

    cf. Πα.. 23. ἐν δὲ. ἐν δὲ. ἐν δ' Δ. 2. 10—15.
    f introducing parenthesis.

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.28

    ἷκεν δὲ Μιδέαθεν

    στρατὸν ἐλαύνων O. 10.66

    ἄγει δὲ χάρις P. 2.17

    χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P. 3.11

    αἰσίαν δP. 4.23

    μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ' Ἀθάνα, ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.45

    ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων, τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν, ἀλλ' ἔσται (Tricl.: γε codd.) P. 12.30

    ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.23

    κιρναμένα δ' ἔερσ ἀμφέπει N. 3.78

    ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34

    γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται I. 1.49

    χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48

    g
    a introducing question. θανεῖν δ' οἶσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; O. 1.82 εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4 κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδάλεον τελέθει; P. 2.78 τίς δὲ κίνδυνος; P. 4.71 τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν; ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλαςP. 9.33 κούρας δ' ὁπόθεν γενεὰν ἐξερωτᾷς;” P. 9.43

    πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13

    II following questions.

    τίς βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος O. 13.22

    ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ; γεύεται δ ἀλκᾶςP. 9.35

    ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον P. 11.25

    III in questions, varied with asyndeton. τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2 cf.

    βασιλεύς, πραὺς ἀστοῖς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71

    h where δέ replaces an expected γάρ. χαλκέοισι δἐν ἔντεσι (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 4.22 ἐκ Λυκίας δὲ (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 13.60

    Πυθιάδος δ P. 1.32

    ἔστι δὲ P. 3.21

    βαρὺ δέ σφιν νεῖκος N. 6.50

    φλέγεται δ N. 10.2

    ἐκ δὲ N. 11.19

    The Σ also comment ἀντὶτοῦ γάρ: O. 2.58, O. 6.3, P. 3.12, but δέ often contains a notion of explanation.
    i introducing an appositive phrase. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι

    ἕκ τ' Ἄργεος, ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἀρκάδες οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68

    3 apodotic. εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν (v. 1. γε) O. 3.43 [δ codd.: del. Er. Schmid sec.

    Σ. P. 11.56

    ]
    4 where δέ does not occupy second position in the sentence.
    I following a vocative.

    υἱὲ Ταντάλου, σὲ δ O. 1.36

    Ἁγησία, τὶν δ O. 6.12

    δέσποτα ποντόμεδον, εὐθὺν δὲ πλόον O. 6.103

    Τιμόσθενες, ὔμμε δὲ O. 8.15

    Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ P. 1.67

    ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου, σὲ δ P. 4.59

    Ἀλεξιβιάδα, σὲ δ P. 5.45

    ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ P. 8.67

    Ἄπολλον, γλυκὺ δ P. 10.10

    Μοῖσα, τὸ δὲ τεὸν P. 11.41

    Ἁγησιδάμου παῖ, σέο δ N. 1.29

    ὦ Τιμόδημε, σὲ δ N. 2.14

    Θεαρίων, τὶν δ N. 7.58

    ὦ μάκαρ, τὶν δ N. 7.95

    ὦ Μέγα, τὸ δ N. 8.44

    Ζεῦ, μεγάλαι δ I. 3.4

    II following a prep.

    πρὸς εὐάνθεμον δ' ὅτε φυὰν O. 1.67

    ἐπ' ἄλλοισι δ ἄλλοι (ἐπ om. codd.: supp. byz.: alia alii) O. 1.113

    πρὸς Πιτάναν δὲ O. 6.28

    περὶ θνατῶν δ O. 6.50

    ἀν' ἵπποισι δὲ O. 10.69

    ἐκ θεοῦ δ O. 11.10

    ἐξ ὀνείρου δ O. 13.66

    ἀντὶ δελφίνων δ P. 4.17

    ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127

    ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ P. 4.17

    b.

    ἐκ νεφέων δὲ P. 4.197

    σὺν Νότου δ' αὔραις P. 4.303

    ἐς φᾶσιν δ P. 4.211

    ἀνὰ βωλακίας δ P. 4.228

    κατὰ λαύρας δ P. 8.86

    ἐν χερὶ δ N. 1.52

    ἐκ μιᾶς δὲ N. 6.1

    σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24

    ἐκ πόνων δ N. 9.44

    ἐν λόγοις δ N. 11.17

    ἐν σχερῷ δ N. 11.39

    ἐν Κρίσᾳ δ I. 2.18

    σὺν Ὀρσέᾳ δέ I. 4.72

    σὺν Χάρισιν δ I. 5.21

    ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων I. 8.6

    ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις” *I. 8.44

    σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ I. 9.1

    ἐν χρόνῳ δ fr. 33b. ἐν ἔργμασιν δὲ fr. 38.

    πρὸ πόνων δὲ Pae. 6.90

    III following article with adj., part., prep., simm.

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81

    ὁ νικῶν δ O. 1.97

    τὸ πόρσω δ O. 3.44

    τὸ διδάξασθαι δέ τοι O. 8.59

    αἱ δύο δ

    ἀμπλακίαι P. 2.30

    τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56

    ἐν πάντα δὲ νόμον P. 2.86

    ὁ Βάττου δ P. 5.55

    τὰ μακρὰ δ N. 4.33

    τᾷ Δαιδάλου δὲ (τε coni. Schr.) N. 4.59 ταὐτὰ δὲ *N. 7.104

    ὁ πονήσαις δὲ I. 1.40

    Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δὲ I. 1.58

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19

    τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν I. 6.63

    τὰ μακρὰ δ' εἴ τις I. 7.43

    τῷ παρέοντι δ fr. 43. 4. ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος fr. 156. ἁ Μειδύλου δ fr. 190.
    IV following two emphatically connected words. φιλεῖ δὲ, μάλα φιλεῖ δὲ (post μάλα distinxerunt codd.: corr. Bergk) O. 2.27 αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ (post αὐτοῦ distinxerunt codd.: corr. Heyne: δ del. Bergk) P. 6.38 τῶν νῦν δὲ (byz.: τῶν δὲ νῦν codd.) P. 6.43 < οὐ πενθέων δ> (supp. Blass e Plutarcho) Πα... νηλεεῖ νοῷ δ fr. 177e.
    V for metrical convenience? παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου (δ supp. Mosch.: om. codd.) O. 10.99
    5 beginning fragments, where its value is obscure. fr. 2. 1, fr. 6. a. d, fr. 33a. 3, fr. 44, Πα. 2. 3,, Πα. 7B. 14, Πα. 12., Πα. 13a. 18, Πα. 13c. 5, Πα. 1. 31, 3, Πα. 1., Πα. 2. 1, Πα. 21. 1, Πα. 21. 21, fr. 60a. 3, fr. 81, Δ.. 1, Δ. 4. 46, fr. 74, fr. 108a. 1, b. 1, fr. 110, fr. 121, fr. 124c, fr. 177f, fr. 179, fr. 185, fr. 215. 2, fr. 215b. 4, fr. 219, 227, 233, 236, 237, 260. 2, 5, Θρ.. 2, Θρ. 6. 7, fr. 131a, fr. 135, fr. 153, fr. 166. 1, fr. 169. 49, fr. 177c.

    Lexicon to Pindar > δέ

  • 17 δίδωμι

    δῐδωμι (δίδωσι, διδοῖ; impv. δίδοι, διδότω, διδοῖτε) = opt. cf. Wackernagel, Kl. Schr. 704f., Strunk, Glotta, 1961, 114f.; διδούς, -όντι, -όντων; διδόμεν: fut. δώσω, -ει; δώσειν: impf. ἐδίδου: aor. δῶκεν), ἔδωκεν), ἔδωκ, ἔδωκαν, δῶκαν, ἔδοσαν; δόντες; δόμεν, δοῦναι: pf. δέδωκε: pass. pf. [δέ]δοται.)
    1 give

    συμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν O. 1.63

    θεὸς ἔδωκεν δίφρον O. 1.87

    κῦδος εὐίππων διδόντων Τυνδαριδᾶν O. 3.39

    ὧν ἔραται καιρὸν διδούς P. 1.57

    τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος. P. 2.89 θεῷ γαῖαν διδόντι ξείνιαP. 4.21 ξένιον μάστευε δοῦναιP. 4.35

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας τὸ μὲν δώσει τὸ δ οὔπω P. 12.32

    νάσῳ, τὰν Ὀλύμπου δεσπότας Ζεῦς ἔδωκεν Φερσεφόνᾳ N. 1.14

    πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις N. 2.8

    νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος N. 8.20

    Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα N. 9.17

    μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος I. 7.24

    ἐμοὶ δ' ὀλίγον δέ]δοται θα[ (e Plutarcho supp. G-H) Πα... ]δῶκεν Πα. 13a. 3. fig., καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς. gives proof of itself) P. 4.265 abs. make an offer

    οὕτω δ' ἐδίδου Λίβυς ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα P. 9.117

    followed by an inf. of purpose:

    ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος O. 6.33

    Κρονίδᾳ δὲ τράφεν Χίρωνι δῶκανP. 4.115

    ἀντίτομα δῶκε χρίεσθαι P. 4.222

    Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι (sc. τοὺς στεφάνους διὰ τὸν ὕμνον. Σ.) N. 10.26

    ἐπεί σφιν Ἀπόλλων δῶκεν ὁ χρυσοκόμας Ἀστερίας δέμας οἰκεῖν Pae. 5.41

    2 grant of deities granting wishes to men. “ τὺ δὲ πρᾶξιν φίλαν δίδοιO. 1.85

    εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι O. 6.104

    ὦ Ζεῦ, τίμα μὲν, δίδοι τέ οἱ αἰδοίαν χάριν (v. 1. δίδου) O. 7.89

    ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.85

    Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι O. 13.115

    δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65

    καὶ τὸ λοιπόν ὅμοια, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν ( δίδοιτ dubitanter Wackernagel) P. 5.119

    ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ N. 4.42

    τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι (sc. Μοῖρα) N. 7.59 δύνασαι δὲ βροτοῖσιν ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων θαμὰ διδόμεν sc. Herakles N. 7.97 τῶν τε γὰρ καὶ τῶν δίδοῖ (sc. Τύχα) I. 4.33

    καὶ τὸ μὲν διδότω θεός Pae. 2.53

    ἐπεύχομαι δ' Οὐρανοῦ τ εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ εὐμαχανίαν διδόμεν Πα. 7B. 17.

    εὔχομαι [] θέλοντι δόμεν [ Pae. 16.4

    3 deliver up, give over to

    ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ P. 5.60

    καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd: φᾶ ἑ δᾳώσειν Wil., Theiler) N. 1.66

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60

    4 give out, produce δίδοι φωνάν (Hermann: δίδου codd.) N. 5.50 ( ἄρουραι)

    βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.10

    ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι N. 11.39

    5 in tmesis. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ δώσω v.

    ἀποδίδωμι P. 4.67

    τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει v.

    ἐπιδίδωμι P. 5.124

    Lexicon to Pindar > δίδωμι

  • 18 θήρ

    θήρ (cf. φήρ: θήρ, θηρός; θηρῶν, θηρσί, θῆρας.)
    1 (wild) creature

    ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ P. 5.61

    κεράιζεν ἀγρίους θῆρας P. 9.22

    ἵνα οἱ χθονὸς αἶσαν δωρήσεται οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶνP. 9.58

    ὅσσους μὲν ἐν χέρσῳ κτανών, ὅσσους δὲ πόντῳ θῆρας ἀιδροδίκας N. 1.63

    δάμασε δὲ θῆρας ἐν πελάγει ὑπερόχους N. 3.23

    τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ (Heyne: θηρᾶν codd.) <*>. 4. 46. “ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν Νεμέᾳ” Herakles speaks of the Nemean lion I. 6.48ὦ τέκνον, ποντίου θηρὸς πετραίου χρωτὶ μάλιστα νόον προσφέρων” i. e. the sea-anemone, cf. Theogn. 215. fr. 43. 1. ]ι θῄρ μ[ Πα. 7C. a. 5. ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις (supp. Housman) Δ. 2. 22. ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 2.

    Lexicon to Pindar > θήρ

  • 19 ὄφρα

    ὄφρα final conj.,
    1 in order that.
    a c. subj.

    ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον, ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.23

    κατέβαν ὑμνέων Ῥόδον, εὐθυμάχαν ὄφρα πελώριον ἄνδρα αἰνέσω O. 7.14

    ἔλθ' Ἀχοῖ, Κλεόδαμον ὄφῤ ἰδοῖσ εἴπῃς O. 14.22

    λίσσομαι, νεῦσον, Κρονίων, ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72

    χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν ὄφρα αὔξῃς οὖρον ὕμνων P. 4.2

    Τιτυὸν βέλος Ἀρτέμιδος θήρευσε κραιπνὸν ὄφρα τις τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτων ἐπιψαύειν ἔρᾶταιP. 4.92 στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν, ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (Heyne: κελαδῆτε codd.) P. 11.9 ὄφ' ρα σὺν Χειμάρῳ μεθύων Ἀγαθωνίδᾳ βάλω κότταβον fr. 128. 2.
    b c. opt.

    ἐκδιδάσκειν σοφὸν Αἰσονίδαν· ὄφρα Μηδείας τοκέων ἀφέλοιτ' αἰδῶ P. 4.218

    ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων θῆρας αἰνῷ φόβῳ ὄφρα μὴ ταμίᾳ Κυράνας ἀτελὴς γένοιτο μαντεύμασιν P. 5.62

    παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.20

    θυμὸν αὔξων, ὄφρα ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν N. 3.59

    ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54

    Lexicon to Pindar > ὄφρα

  • 20 περί

    περί ( πέρι in anastrophe: πεῤ before vowels.)
    a prep. c. acc.,
    I round, around

    περὶ τέρμα δρόμου ἵππων φυτεῦσαι O. 3.34

    περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν O. 6.75

    II in

    ἃν περὶ ψυχὰν ἐπεὶ γάθησεν P. 4.122

    b c. gen.,
    I concerning

    ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ διφρηλασίας O. 3.37

    ὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν μαντευσάμενος ταύτας πεῤ ἀτλάτου πάθας O. 6.38

    εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4

    διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς P. 4.265

    πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40

    πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι N. 9.29

    εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι N. 10.85

    πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι I. 5.47

    ἀμφιπόλοις δὲ [μ]υρ[ιᾶν] περὶ τιμᾶν δηριαζόμενον Pae. 6.118

    c c. dat.,
    I of the object at stake, over, about, in respect of

    δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν O. 13.45

    εἰ δέ τις ἤδη κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ λέγει P. 2.59

    ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις N. 5.47

    ὅστις ἁμιλλᾶται περὶ ἐσχάτων ἀέθλων κορυφαῖς N. 10.31

    περὶ δ' ὑψικόμῳ Ἑλένᾳ χρῆν ἄρα Πέργαμον εὐρὺν ἀιστῶσαι σέλας αἰθομένου πυρός Pae. 6.95

    ἢ περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως fr. 123. 7.
    II by reason of, for

    κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον P. 5.58

    ἄπεπλος ἐκ λεχέων νεοτόκων [ ]νόρουσε περὶ φόβῳ Pae. 20.15

    g around, i. e. with ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει (cf.

    φασγάνῳ ἀμφικυλίσαις N. 8.23

    ) I. 4.36
    d in tmesis. περὶ δὲ πάξαις (v. περιπάγνυμι) O. 10.45, cf. O. 6.50
    e frag. ]

    πέρι Pae. 4.58

    περιπ[ Παρθ. 2. 49.

    Lexicon to Pindar > περί

См. также в других словарях:

  • φοβώ — (I) έω, Α βλ. φοβούμαι. (II) έω, Α [φόβη] (μόνον στο απρμφ. μέσ. παρακμ.) τρέφω κόμη, μαλλιά («πεφοβῆσθαι κεκομῆσθαι, κομᾱν», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

  • φοβῶ — φοβέω put to flight pres subj act 1st sg (attic epic doric) φοβέω put to flight pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόβω — Φόβος panic flight masc nom/voc/acc dual Φόβος panic flight masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβω — φόβος panic flight masc nom/voc/acc dual φόβος panic flight masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόβῳ — Φόβος panic flight masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβῳ — φόβος panic flight masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόβωι — Φόβῳ , Φόβος panic flight masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβωι — φόβῳ , φόβος panic flight masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АНАПОДИЗМ — [греч. ἀναποδισμός от ἀναποδίζω двигаться назад, возвращаться], вид визант. церковно певч. композиции эпохи калофонического пения. А., как и анаграмматизм (в рукописях эти термины часто смешиваются и взаимозаменяются), обозначает перестановку… …   Православная энциклопедия

  • TREPIDIARII Equi — memorantur Vegetio, de Arte Veterin. l. 1. c. 56. Quod nihilominus inventum constat a Parthis, quibus consuetudo est equorum gressus ad delicias dominorum hâc arte mollire: non enim circulis atque ponderibus praegravant, ut soluti ambulare… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • φόβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»